γίνομαι

γίνομαι
(αόρ. έγινα, (ε)γίνηκα и γένηκα, υποτ. αόρ. να γίνω, γίνω и γενώ, προστ. γίνε)
1) возникать, появляться; από τότε πού έγινε ο κόσμος с тех пор как стоит мир; 2) осуществляться, совершаться; иметь место; состояться;

αύριο θά γίνει η συνάντηση — завтра состоится встреча;

η συνεδρίαση δεν έγινε заседание не состоялось;
έγιναν πολλές αλλαγές произошло много изменений; 3) делаться, становиться; превращаться;

γίνομαι δάσκαλος — становиться учителем;

γίνομαι πλούσιος — разбогатеть;

τό σπίτι έχει γίνει ερείπιο — дом превратился в развилины;

έγινε με σπίτι он стал теперь владельцем дома;

θα γίνεν γελοίος — он сгинет посмешищем;

δεν θα γίνει ποτέ του τίποτε — из него никогда ничего не выйдет;

πώς έγινε έτσι;
а) как он стал таким?; б) как это могло случиться?; όπως έγινε γνωστό... как стало известно...; 4) уродиться, вырасти; созревать, поспевать;

όταν γίνουν τα σταφύλια — когда созреет виноград;

τό σιτάρι γίνεται εδώ — здесь растёт пшеница;

5) быть готовым;

πότε θα γίνει το φαί; — когда будет готова еде?;

δεν έγιναν ακόμη τα παπούτσια μου мой ботинки ещё не готовы;

όλο γίνεται αυτός ο δρόμος — как долго строится Зга дорога;

6):

τρία και τέσσερα γίνονται επτά — три и четыре—семь;

7) годиться, подходить, быть впору;

αυτό το παλτό δεν σού γίνεται — это пальто тебе мало;

8) случаться, происходить;

τί (μού) γίνηκες; — что с тобой случилось?, куда ты пропал?;

τί έγινε αυτός; что с ним случилось?; куда он пропил?;

τι γίνβται η υπόθεση μας; — в каком состоянии наше дело?;

τί γίνεται εκεί; — что там происходит?;

9) τριτοπρόσ. становится возможным, вероятным;

πράγμα πού γίνεται — это вполне возможно, вероятно;

δε γίνεται — или πράγμα πού δε γίνεται — это невозможно, невероятно;

10) απρόσ. нужно, должно; следует, подобает;

δεν γίνεται να βγαίνεις έξω μοναχή — тебе не следует выходить одной;

γίνεται να είναι τόσο κουτός; — неужели он такой дурак?;

§ τό γί(γ)νεσθαι филос, становление; непрерывное движение н изменение (материи);

γίν καλά — поправляться, выздоравливать;

γίνομαι άνω-κάτω — а) очень расстроиться; — возмущаться; — б) быть в полном беспорядке (о вещах);

γίνομαι έξω φρενών — выходить из себя;

γίνετατ γνωστό — доводится до сведения;

δεν ξέρα τί τού γίνεται — а) он ни черта не смыслит в этом; — б) он совсем не в курсе дела;

έγινε τού κουτρούλη ο γάμος там были большая суматоха, неразбериха;
άν, ό μη γένοιτο... не дай бог, если...;

τί θα γίνουμε! — что с нами будет!;

γένοιτο! пусть будет так!;
γενηθήτω... книжн, да будет...; γενηθήτω φως! да будет свет!;

τί (μοβ) γίνομαι εσαι; — как поживаешь?; — как дела?;

ότι γίνει άς γίνει — будь, что будет;

ό γέγονε γέγονε что сделано, то сделано;
τα γενόμενα ουκ απογίνονται погов, что сделано, назад не воротишь; ничего не поделаешь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "γίνομαι" в других словарях:

  • γίνομαι — γίνομαι, έγινα (σπάν. γίνηκα), γινωμένος βλ. πίν. 121 (και ως απρόσ. γίνεται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — έγινα και γίνηκα, γινωμένος 1. δημιουργούμαι: Το σπίτι μας έγινε μετά το σεισμό. 2. πραγματοποιούμαι, διεξάγομαι: Ο αρραβώνας τους έγινε το καλοκαίρι. 3. διαμορφώνομαι, καταντώ: Πώς έγινε έτσι το πουλόβερ μου; 4. ωριμάζω: Τα μήλα δεν έγιναν ακόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γίνομαι — γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καγκαινιάζω — γίνομαι ισχνός, γίνομαι λιπόσαρκος λόγω ασθενείας («καγκάνιασε το μωρό, γιατί βγάζει δόντια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάγκανος «πολύ ξηρός»] …   Dictionary of Greek

  • ακροκοκκινίζω — γίνομαι ελαφρά κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιρρ. ακρο (ΙΙ) + κοκκινίζω ή παράγωγο του ακροκόκκινος] …   Dictionary of Greek

  • ανακρατύνομαι — γίνομαι πάλι κραταιός, ανακτώ τη δύναμη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κρατύνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις (ανακρατυνόμενος)] …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλεύω — γίνομαι ανώμαλος …   Dictionary of Greek

  • γαληνώνω — γίνομαι γαλήνιος, ησυχάζω …   Dictionary of Greek

  • γιγαντεύομαι — γίνομαι γίγαντας, αποκτώ υπερβολική δύναμη …   Dictionary of Greek

  • διαδουλώνομαι — γίνομαι δούλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»